δεσπέντζα

δεσπέντζα
η
1. κλειστός τόπος τού σπιτιού όπου φυλάγονται τρόφιμα, το κελλάρι
2. ναυτικός όρος που αντιστοιχεί στα επίσημα διανομείο, σκευοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. ενετ. despensa, dispensa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”